Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

και οι δυο

  • 1 оба

    обоих α. κ. ουδ., обе, обеих θ.
    αριθμ. αθρσ. αμφότεροι, και οι δυο, κι ο ένας κι ο άλλος•

    оба брата και τα δυο αδέρφι αν•

    обе сестры και οι δυο αδερφές•

    оба глаза και τα δυο μάτια•

    обе ноги και τα δυο πόδια•

    я знал обоих, обеих γνώριζα και τους δυό, και τις δυό•

    обоего пола και των δυό φύλων•

    обеими руками (κυρλξ. κ. μτφ.) με τα δυό τα χέρια.

    Большой русско-греческий словарь > оба

  • 2 оба

    оба (обе) και οι δυο, οι δυο τους; \оба глаза και τα δυο μάτια* обеими руками με τα δυο χέρια
    * * *
    και οι δυο, οι δυο τους

    о́ба гла́за — και τα δυο μάτια

    обе́ими рука́ми — με τα δυο χέρια

    Русско-греческий словарь > оба

  • 3 оба

    оба
    числ. собир. καί οἱ δύο, ἀμφότεροι:
    мы \оба ἐμεϊς (καί) οἱ δυό· с обеих сторон κι ἀπό τίς δυό πλευρές· в обоих случаях καί στίς δυό περιπτώσεις· ◊ смотреть в \оба (быть настороже) ἔχω τά μάτια μου τέσσερα.

    Русско-новогреческий словарь > оба

  • 4 другой

    1. αντων. άλλος, έτερος•

    и тот и другой κι ο ένας κι ο άλλος, και οι. δυο•

    приходите другой раз ελάτε άλλη φορά•

    он работает более, чем кто-либо другой αυτός εργάζεται όσο κανένας άλλος•

    ни тот ни другой ούτε ο ένας ούτε ο άλλος•

    и те и -ие και οι μεν και οι δε (όλοι)•

    и тот и другой και ο ένας και ο άλλος, και ο μεν και ο δε, αμφότεροι, και οι, δυο•

    тем или -им образом με τον ένα ή τον άλλον τρόπο•

    кто-то другой κάποιος άλλος•

    никто другой κανένας άλλος•

    с другой стороны από το άλλο μέρος, αφ' ετέρου•

    -ими словами μ' άλλα λόγια.

    2. διάφορος, διαφορετικός•

    после женитьбы он стал другой σαν παντρεύτηκε έγινε άλλος (άνθρωπος), διαφοροποιήθηκε•

    зто -бе дело αυτή είναι άλλη υπόθεση, διαφέρει το πράγμα.

    || αντικείμενος, αντίθετος, ο απέναντι, ο αντίπερα•

    перейти на -ую сторону улицы περνώ στο απέναντι, μέρος του δρόμου•

    πλθ. -ие οι υπόλοιποι, οι άλλοι•

    не обращай внимание на -их, делай по своему μη κοιτάζεις τους άλλους, κάμε όπως καταλαβαίνεις ο ίδιος.

    3. δεύτερος, επόμενος, άλλος•

    уже -ая неделя, как он уехал είναι δεύτερη βδομάδα που έφυγε•

    на -день την άλλη μέρα•

    один за -им ο ένας μετά τον άλλον.

    || κάποιος, άλλος•

    -ому человеку так не понять, как он понимает ένας άλλος δε θα καταλάβει, όπως αυτός εννοεί,

    εκφρ.
    смотреть -ими глазами – βλέπω μ' άλλο μάτι (διαφορετικά). -ими словами μ' άλλα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > другой

  • 5 обоего

    обоему, обоим, об обоем (ονομ. κ. αιτ. δεν έχει) παλ. και των δυό, και του ενός και του άλλου•

    лица обоего пола πρόσωπα και των δυό φύλων (άντρες και γυναίκες).

    Большой русско-греческий словарь > обоего

  • 6 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 7 Side

    subs.
    Of animals: P. and V. πλευρά, ἡ (generally pl.), Ar. and V. πλευρόν, τό (generally pl.).
    From the side: V. πλευρόθεν.
    Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.
    Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).
    Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).
    Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).
    Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.
    Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.
    On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.
    On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ριστερᾶς; see Left.
    On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.
    On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.
    On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.
    On which of two sides: P. ποτέρωθι.
    On all sides: Ar. and P. πάντη, ἡ, P. and V. πανταχοῦ, πανταχῆ, V. πανταχοῦ, πανταχῆ.
    From all sides: P. and V. πάντοθεν (Plat., Andoc. Isae.), Ar. and P. πανταχόθεν.
    Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).
    On the father's side ( of relationship): P. and V. πατρόθεν, πρὸς πατρός, V. τὰ πατρόθεν.
    On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).
    On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).
    By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.
    From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.
    Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).
    On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).
    Side by side: use together.
    We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).
    Party, faction: P. and V. στσις, ἡ.
    I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).
    Attach to one's side, v.: P. and V. προσποιεῖσθαι, προσγεσθαι προστθεσθαι.
    Change sides: P. μεθίστασθαι.
    Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.
    Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).
    You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).
    On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).
    I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).
    There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).
    Leave on one side: P. and V. παριέναι; see Omit.
    ——————
    adj.
    P. πλάγιος.
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    ——————
    v. intrans.
    Side with: P. and V. προστθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετ (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.
    Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).
    Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Side with the Persians: P. Μηδίζειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side

  • 8 вагонетка

    το βαγονέτο (το μικρό ανοικτό βαγόνι για μεταφορά υλικών σε μικρές αποστάσεις), η χειράμαξα
    завалочная - πλήρωσης/φόρτω-σης
    загрузочная - см. завалочная -
    -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вагонетка

  • 9 мыть

    мыть
    несов πλύνω, πλένω, νίβω, νίπτω:
    \мыть ру́ки πλύνω τά χέρια· \мыть лицо́ νίβω τό πρόσωπο· \мыть пол σφουγγαρίζω, πλύνω τό πάτωμα· ◊ рука ру́ку мо́ет погов. τό Ινα χέρι νίβει τό ἄλλο καί τά δυό τό πρόσωπο.

    Русско-новогреческий словарь > мыть

  • 10 both

    [bouƟ]
    adjective, pronoun
    (the two; the one and the other: We both went; Both (the) men are dead; The men are both dead; Both are dead.) αμφότεροι, και οι δύο

    English-Greek dictionary > both

  • 11 either

    1. pronoun
    (the one or the other of two: You may borrow either of these books; I offered him coffee or tea, but he didn't want either.) είτε ο ένας είτε ο άλλλος,(σε αρνητική πρόταση)ούτε ο ένας ούτε ο άλλος
    2. adjective
    1) (the one or the other (of two things, people etc): He can write with either hand.) ή ο ένας ή ο άλλος
    2) (the one and the other (of two things, people etc); both: at either side of the garden.) και οι δύο
    3. adverb
    1) (used for emphasis: If you don't go, I won't either.) ούτε
    2) (moreover; besides: I used to sing, and I hadn't a bad voice, either.) επίσης(σε άρνηση)
    - either way

    English-Greek dictionary > either

  • 12 mixed

    1) (consisting of different kinds: I have mixed feelings about leaving home; mixed races; a mixed population.) ανάμεικτος,ανομοιογενής
    2) (done, used etc by people of different sexes: mixed tennis.) μεικτός,με άτομα και των δύο φύλων

    English-Greek dictionary > mixed

  • 13 оба

    [όμπα] αριθ. και οι δύο, αμφότεροι

    Русско-греческий новый словарь > оба

  • 14 оба

    [όμπα] αριθ. και οι δύο, αμφότεροι

    Русско-эллинский словарь > оба

  • 15 лапта

    θ.
    1. είδος παιγνιδιού με τόπι και σε δυο ομάδες.
    2. ράβδος αυτού του παιγνιδιού.

    Большой русско-греческий словарь > лапта

  • 16 мыть

    мою, моешь, παθ. μτχ. παρλθ. мытый βρ: мыт
    -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. πλύνω, πλένωνίβω, νίπτω•

    мыть руки πλΰνω τα χέρια•

    мыть лицо νίβω το πρόσωπο•

    мыть бель πλύνω τα ρούχα•

    пол πλύνω (σφουγγαρίζω) το πάτωμα.

    2. ξεπλύνω, ξεβγάζω.
    3. (κατά) βρέχω.
    εκφρ.
    рука руку моетπαρμ. τό να χέρι πλύνει τ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο).
    πλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ουδ.
    πλύσιμο, πλύση.

    Большой русско-греческий словарь > мыть

  • 17 обоюдно

    επίρ.
    αμοιβαία, και τα δυό μέρη• εκατέρωθεν, συναλλήλως.

    Большой русско-греческий словарь > обоюдно

  • 18 помёт

    θ. κόπρος ζώων, η κοπριά•

    коровий -.γελαδοκοπριά, βόλιτο•

    помёт птиц κουτσουλιά•

    помёт лошадей αλογοκοπριά, καβαλίνα•

    помёт коз γιδοκοπριά, βερβελιά•

    помёт мышей κάβαλο, ποντικοκάβαλο, ποντι,κοκούραδο, ποντικοκό-τσουλο.

    (κυνηγ.) μιας γέννας•

    оба щенка — одного -а και• τα δυο κουτάβια είναι μιας γέννας•

    зайчата одного -а λαγουδάκια μιας γέννας.

    Большой русско-греческий словарь > помёт

  • 19 равно

    1. (γραπ. λόγος)•
    επίρ.
    όμοια, ίσα, εζ ίσου, το ίδιο, στον ίδιο βαθμό•

    я люблю равно всех моих детей αγαπώ το ίδιο όλα μου τα παιδιά.• для меня всё равно για μένα είναι το ίδιο)•

    мне всё равно για μένα το ίδιο είναι.

    2. ως κατηγ. ισούται•

    четыре плюс два равно шести τέσσερα και (συν) δύο κάνουν (γίνονται) έξι•

    восемь минус три равно пяти οχτώ πλην τρία=πέντε.

    3. (γραπ. λόγος) επίσης, ομοίως.

    Большой русско-греческий словарь > равно

  • 20 Issue

    subs.
    P. and V. συμφορά, ἡ, τέλος, τό, τελευτή, ἡ, ἔργον, τό.
    Result: P. τὸ ἀποβαῖνον.
    Issues, risks: P. and V. γών, ὁ.
    Herein lies a great issue: V. κἀν τῷδʼ ἀγὼν μέγιστος (Eur., Med. 235).
    Grave is the crisis and I see two issues: V. μεγὰς γὰρ ἁγὼν καὶ βλέπω δύο ῥοπάς (Eur., Hel. 1090).
    Side issue: P. and V. πρεργον, τό.
    Point at issue, subject in dispute: P. and V. γών, ὁ.
    Come to an issue: P. and V. γωνίζεσθαι (pass.), P. κρίσιν ἔχειν.
    Shrewd in wishing to, join issue with tho arguments: V. συνετὸς δὲ χωρεῖν ὁμόσε τοῖς λόγοις θέλων (Eur., Or. 921).
    If any one dares to join issue with the argument: P. ἐὰν δέ γέ τις... ὁμόσε τῷ λόγῳ τολμᾷ ἰέναι (Plat., Rep. 610C).
    Giving out: use P. παράδοσις, ἡ.
    Flowing out: P. and V. πορροή, ἡ, P. ἐκροή, ἡ (Plat.).
    Offspring: subs.: P. and V. ἔκγονος, ὁ, or ἡ; see Offspring.
    Die without male issue: P. ἄπαις τελευτᾶν ἀρσένων παίδων (Andoc. 15).
    ——————
    v. trans.
    Give out: P. and V. ἐκφέρειν.
    Issue orders: P. and V. παραγγέλλειν; see order, v.
    V. intrans. Happen: P. and V. συμβαίνειν, γίγνεσθαι, συμπίπτειν, παραπίπτειν, τυγχνειν, V. κυρεῖν, ἐκπίπτειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.
    Result: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν.
    Turn out: P. and V. ἐξέρχεσθαι, V. ἐξήκειν.
    Break out: V. ἐρρωγέναι (2nd perf. of ῥηγνύναι); see break out.
    Start from: P. and V. ὁρμᾶσθαι (πό, gen. or ἐκ gen.).
    Flow out: P. and V. πορρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Issue

См. также в других словарях:

  • δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… …   Dictionary of Greek

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δύο — και δυο αριθμ., που δηλώνει δύο μονάδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… …   Dictionary of Greek

  • δυο- — (AM και δύω ) 1. α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι στο β συνθετικό, όταν αυτό είναι αριθμητικό, προστίθεται ο αριθμός δύο 2. ως αντικ. τού β συνθετικού (π.χ. δυοποιός) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Θωμάς και Πρίγκιπας — Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής, στον Κόλπο της Γουινέας.Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Αγίου Θωμά και Πρίγκιπα Έκταση: 1.001 τ. χλμ. Πληθισμός: 165.034 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Άγιος Θωμάς (50.000 κάτ.)Νησιωτικό κράτος της δυτικής Αφρικής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»